- ανεφοδιάζω
- μετ.1) снабжать, обеспечивать; 2) заправлять (машину)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανεφοδιάζω — ανεφοδιάζω, ανεφοδίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ανεφοδιάζω — επαναλαμβάνω τον εφοδιασμό, παρέχω εκ νέου τα απαραίτητα εφόδια … Dictionary of Greek
ανεφοδιάζω — ίασα, ιάστηκα, ιασμένος, εφοδιάζω ξανά: Στο δρόμο ανεφοδιάστηκαν δυο φορές με βενζίνη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναχορηγώ — χορηγώ πάλι, ανεφοδιάζω η πράξη αναχορήγηση και αναχορηγία … Dictionary of Greek
ανεφοδίαστος — η, ο αυτός που δεν εφοδιάστηκε, δεν διαθέτει εφόδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεφοδιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek
ανεφοδιασμός — ο (κ. ανεφοδίασις) ο εκ νέου εφοδιασμός, η χορήγηση εφοδίων ώστε να μην υπάρχουν ελλείψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεφοδιάζω. Η λ. ανεφοδίασις μαρτυρείται από το 1896 στο Λεξικό Στρατιωτιωτικών Όρων του Αντ. Θ. Ηπίτου] … Dictionary of Greek